υφηγεσία

υφηγεσία
η
το αξίωμα και τα καθήκοντα του υφηγητή (πρβλ. καθηγεσία): Διατριβή για υφηγεσία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υφηγεσία — η, Ν το λειτούργημα τού υφηγητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφηγοῦμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • Григорий V (Патриарх Константинопольский) — В Википедии есть статьи о других людях с именем Григорий (значения). Патриарх Григорий V Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ …   Википедия

  • Григорий V (патриарх константинопольский) — Патриарх Григорий V Константинопольский Патриарх Григорий V (греч. Γρηγόριος Ε΄, в миру Георгий Ангелопулос; 1745 или 1746, Димицана  10 (22) апреля 1821, Константинополь) патриарх Константинопольский (1797 1798, 1806 1808, 1818 1821). Во время… …   Википедия

  • αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • διατριβή — η (AM διατριβή) 1. διαμονή, παραμονή σ έναν τόπο 2. απώλεια, κατανάλωση χρόνου, χρονοτριβή, καθυστέρηση, αναβολή 3. ενασχόληση, απασχόληση με κάτι, επίδοση σε κάτι («είναι ανώφελη η διατριβή σ αυτά τα θέματα», «ἀργὸν ποιεῑσθαι ἐπὶ σεμνοῑσιν… …   Dictionary of Greek

  • υφηγητικός — ή, ό / ὑφηγητικός, ή, όν, ΝΑ [ὑφηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφηγητή ή στην υφηγεσία αρχ. 1. ο κατάλληλος να καθοδηγεί, να κατευθύνει 2. φρ. «οἱ ὑφηγητικοι διάλογοι» (ενν. τού Πλάτωνος) οι ερμηνευτικοί, εξηγητικοί διάλογοι,… …   Dictionary of Greek

  • Έσεν, Σεργκέι — (Ιστ Σιζσόλκ [σημερινό Σοτσέτιφκαρ] 1887 – Λοτζ, Πολωνία 1950). Ρώσος παιδαγωγός. Το 1904 τον συνέλαβαν και τον υπέβαλαν σε βαριές σχολικές τιμωρίες, γιατί πήρε μέρος σε επαναστατικές σπουδαστικές κινήσεις· συμπλήρωσε αργότερα τις πανεπιστημιακές …   Dictionary of Greek

  • Καζαντζάκης, Νίκος — (Ηράκλειο Κρήτης 1883 – Φράιμπουργκ Γερμανίας 1957).Λογοτέχνης, μεταφραστής και στοχαστής. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα (1902 6) και φιλοσοφία στο Παρίσι (1907 9). Την περίοδο 1914 15, μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, περιηγήθηκε τους τόπους της… …   Dictionary of Greek

  • υφηγητικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον υφηγητή ή την υφηγεσία (βλ. λ.), που είναι του υφηγητή: Υφηγητικό σύγγραμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”